- οἰνοχάρων
- οἰνοχάρωνWine-Charonmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινοχάρων — οἰνοχάρων, οντος, ὁ (Α) κωμικό παρωνύμιο τού Φιλίππου τού Μακεδόνα, επειδή έβαζε δηλητήριο στο κρασί τών εχθρών του και τούς έστελνε στον Κάτω Κόσμο, με λογοπαίγνιο για την αγάπη του στο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + Χάρων (βλ. λ. χαίρω)] … Dictionary of Greek